- διαθηκικός
- η , ό[ν]1) завещательный; 2) завещанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθηκικός — ή, ό αυτός που αφορά τη διαθήκη ή αναφέρεται σε αυτήν … Dictionary of Greek